-
1 μωλέω
A contend, bring an action at law, αἴ κα μωλῇ, αἰ δέ κ' ἀνφὶ δώλῳ μωλίωντι, Leg.Gort.1.14, 17; τὰ μωλιόμενα the pleadings, ib.5.44, al.; μωλιομένας τᾶδ δίκας while the case is being pleaded, ib.1.48:—Hsch. has μ<ω>λεῖ· μάχεται, πικρανθήσεται, and μωλήσεται· μαχήσεται.
См. также в других словарях:
μωλώ — μωλῶ, έω και κρητ. τ. μωλίω (Α) [μώλος] 1. διεκδικώ 2. (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ μωλιόμενα αυτά που κάποιος διεκδικεί, οι αξιώσεις 3. φρ. «μωλιομένας τᾱδ δίκας» κατά τη διάρκεια τής εκδίκασης τής υπόθεσης (Νόμ. Γόρτ.) 4. (κατά… … Dictionary of Greek